τιμήορος

τιμήορος
-ον, Α
(ιων. και επικ. τ.) βλ. τιμωρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τιμήορος — τῑμήορος , τιμήορος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήορον — τῑμήορον , τιμήορος masc/fem acc sg τῑμήορον , τιμήορος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • τιμήοροι — τῑμήοροι , τιμήορος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”